- νταλιάνι
- και ταλιάνι, το1. εμπροσθογεμές τουφέκι με μικρή κάννη που χρησιμοποιήθηκε και πριν από την Επανάσταση τού 1821 και κατά τη διάρκειά της («διατί να μη λάβωμεν εις χείρας εσύ το νταλιάνι σου κι εγώ το μηλιόνι μου», Παπαδ.)2. (διαλεκτ.) α) κλειστός, ειδικά κατασκευασμένος παραθαλάσσιος χώρος που χρησιμοποιείται για εκτροφή και αλιεία ψαριών, ιχθυοτροφείοβ) είδος διχτιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dalyan «είδος διχτιού»].
Dictionary of Greek. 2013.